- προτέμνω
- ΜΑ, και ιων. και επικ. τ. προτάμνω Α [τέμνω]1. κόβω κάτι εκ τών προτέρων σε κομμάτια και τό θέτω μπροστά από κάποιον («πρίν γ' ὅτε δή σ' ἐπ' ἐμοῑσιν ἐγὼ γούνεσσι καθίσσας, ὄψου τ' ἄσαιμι προταμών», Ομ. Ιλ.)2. αποκόπτω («κορμὸν ἐκ ῥίζης προταμών», Ομ. Οδ.)3. (σχετικά με αμπέλι) κλαδεύω4. μέσ. προτέμνομαια) κόβω προς τα εμπρός ή κόβω πριν από κάποιον άλλο («εἰ ὦλκα διηνεκέα προταμοίμην», Ομ. Οδ.)β) θερίζω εκ τών προτέρων («προταμέσθαι ἀρούρας», Απολλ. Ρόδ.).
Dictionary of Greek. 2013.